σιτίζοντος

σιτίζοντος
σῑτίζοντος , σιτίζω
feed
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιτίζω — ΝΜΑ [σῑτος] 1. παρέχω τροφή, διατρέφω, ταΐζω (α. «τα παιδιά αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ ὥσπερ αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», Αριστοφ. γ. «τὰς κύνας σιτίζουσιν», Ισοκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «σιτίζειν ψωμίζειν» β) «σιτίζοντος σῑτον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”